κοιτωνάριον

κοιτωνάριον
κοιτωνάριον, τὸ (Α)
[κοιτών]
μικρή και στενή κλίνη σε κελλί μοναχού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακοιτωνάριον — τὸ, Μ μικρός κοιτώνας δίπλα σε έναν μεγάλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοιτωνάριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”